Για να γραφούν όλα όσα είδαμε και ζήσαμε χρειάζεται βιβλίο, θα σταθώ μόνο σε ένα ασήμαντο φαινομενικά περιστατικό.
Ήταν οι παγωμένες ημέρες που δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες εγκατέλειπαν καταδιωκόμενοι, τον Επίγειο Παράδεισο των Αποτυχημένων στην Πράξη Υλιστικών Θεωριών.
Σκελετωμένοι άνθρωποι, πεινασμένοι, ρακένδυτοι και φοβισμένοι.
Άνθρωποι όλων των ηλικιών στιβαγμένοι μέσα σε στρατιωτικά οχήματα, τους μεταφέραμε από τα χιονισμένα βουνά και τις χαράδρες της Μουργκάνας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας.
Μια ώρα περίπου ενός ορεινού, παγωμένου και δύσκολου δρόμου.
Στο τέλος μιας ημέρας πολλών τέτοιων δρομολογίων και ενώ ο στρατιώτης-οδηγός σκούπιζε την καρότσα του οχήματος, διακρίνω μέσα στο σκοτάδι να πετιέται μαζί με τα σκουπίδια και ένα βιβλίο. Το παίρνω και βλέπω ότι ήταν μια παλιά μισοσκισμένη και ραμμένη Καινή Διαθήκη στα Αλβανικά, η οποία είχε πέσει από κάποιον έτσι όπως ήταν στιβαγμένοι. Δεν υπήρχαν τα δυο πρώτα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου και δεκατέσσερα σχεδόν κεφάλαια από τον Λουκά. Άρχιζε με την μισή προς το τέλος, παραβολή του Ασώτου. Έλειπαν επίσης τα πέντε τελευταία κεφάλαια της Αποκάλυψης.
Και όμως έτσι σκισμένη, μισή όπως ήταν κάποιον στήριζε.